Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

1) η θυσία

  • 1 жертва

    θ.
    1. θυσία (στο θεό)•

    приносить -у προσφέρω θυσία.

    2. βλ. жертвоприносение.
    3. παλ. δωρεά.
    4. θυσία (για κάτι ανώτερο, ιδανικό). || προσφορά.
    5. θύμα•

    пожар с человеческими -ами πυρκαγιά με ανθρώπινα θύματα•

    -ы уличного движения θύματα της τροχαίας κίνησης•

    жертва клевето θύμα συκοφαντίας.

    || ολοκαύτωμα.
    εκφρ.
    пасть -ой – πέφτω θύμα•
    приносить в -у – (κυρλξ. κ. μτφ.) θυσιάζω•
    - искупления – εξιλαστήριο θύμα.

    Большой русско-греческий словарь > жертва

  • 2 жертва

    жертва ж 1) η θυσία при носить в \жертвау θυσιάζω 2) (по страдавший ) το θύμα стать \жертваой γίνομαι θύμα
    * * *
    1) η θυσία

    приноси́ть в же́ртву — θυσιάζω

    2) ( пострадавший) το θύμα

    стать же́ртвой — γίνομαι θύμα

    Русско-греческий словарь > жертва

  • 3 пожертвование

    ουδ.
    1. θυσία•

    пожертвование жизнью θυσία ζωής.

    2. δωρεά• εισφορά•

    крупное пожертвование μεγάλη δωρεά•

    сбор -ий συγκέντρωση εισφορών.

    Большой русско-греческий словарь > пожертвование

  • 4 во

    во
    см. в· во цвете лет στό ἄνθος τής ἡλικίας· во всеуслышание είς ἐπήκοον ὅλων, δημοσία· во всеору́жии πάνοπλος, ὁπλισμένος ὡς τά δόντια· во что́ бы то ни стало πάση θυσία, μέ κάθε τρόπο, καλά καί σώνει· во главе ἐπί κεφαλής.

    Русско-новогреческий словарь > во

  • 5 готовый

    готов||ый
    прил
    1. (законченный) ἐτοιμος, ἀποτελειωμένος:
    обед готов τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο· \готовыйое платье τό ἐτοιμο φουστάνι, τό ραμμένο φόρεμα· \готовыйые изделия τά ἐτοιμα είδη·
    2. (склонный, согласный) ἐτοιμος, πρόθυμος/ (προ)διατε-θειμένος (намеревающийся):
    \готовый заплакать ἐτοιμος νά κλάψει· \готовый на любу́ю жертву ἐτοιμος νά ὑποστεί κάθε θυσία· ◊ жить на всем \готовыйом ζῶ ἀπό τά ἐτοιμα, ζῶ στά χαζίρικα· \готовый к услу́гам ἐτοιμος, πρόθυμος νά ἐξυπηρετήσω· будь готов! (клич пионеров) ἔσω ἐτοιμος!· всегда готов! (ответный возглас пионеров) πάντα (πάντοτε) ἐτοιμος!

    Русско-новогреческий словарь > готовый

  • 6 жертва

    жертв||а
    ж
    1. ἡ θυσία:
    приносить в \жертвау θυσιάζω·
    2. перен τό θῦμα:
    стать \жертваой чего́-л. γίνομαι θΰμα· делать кого-либо своей \жертваой ἐξαπατώ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > жертва

  • 7 жертвоприношение

    жертв||оприношение
    с ἡ θυσία.

    Русско-новогреческий словарь > жертвоприношение

  • 8 заклание

    заклание
    с ἡ θυσία; на \заклание στό θάνατο, στή σφαγή.

    Русско-новогреческий словарь > заклание

  • 9 любой

    любой
    1. прил ὁποιοσδήποτε, ὁ καθένας, πᾶς:
    \любой ценой μέ κάθε θυσία·
    2. м ὁποιοσδήποτε / ὁ καθένας (каждый):
    \любой из нас ὁ καθένας ἀπό μᾶς.

    Русско-новогреческий словарь > любой

  • 10 распинаться

    распинаться
    несов (за кого-л., за что-л.) γίνομαι θυσία γιά κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > распинаться

  • 11 стать

    ста||ть I
    сов
    1. см. становиться·
    2. (остановиться) σταματώ, στέκομαι:
    река \статьла τό ποτάμι ἐπάγωσε· часы \статьли τό ρολόγι σταμάτησε·
    3. (начать) ἀρχίζω, ἀρχινώ:
    я \статьл учиться а) ἄρχισα νά σπουδάζω, б) ἄρχισα νά πηγαίνω σχολείο (о школьнике)·
    4. безл:
    его не \статьло ἔπαψε νά ὑπάρχει, χάθηκε· ◊ во что́ бы. то ни \статьло πάσει θυσία· за этим де́ло не \статьнет γι ' αὐτό μή σέ νοιάζει.
    стат||ь II ж разг:
    быть под \стать (кому-л.) ταιριάζω κάποιου· с какой \статьи? ἀπό ποῦ κι ὡς ποῦ;, γιά ποιο λόγο;

    Русско-новогреческий словарь > стать

  • 12 цеиа

    цеи||а
    ж прям., перен ἡ τιμή, ἡ ἀξία:
    оптовая (розничная) \цеиа ἡ χοντρική (ή λιανική) τιμή· продажная \цеиа ἡ τιμή πωλήσεως· закупочные \цеиаы οἱ ἀγοραστικές τιμές· рыночная \цеиа ἡ τιμή τής ἀγορδς· покупа́ть по твердым цеиам ἀγοράζω σύμφωνα μέ καθορισμένη (или σταθερή) τιμή· бросовая \цеиа ἡ ἐξευτελιστική τιμή· соотношение цеи οἱ συγκριτικές τιμές· колебание цен ἡ αὐξομείωση τών τιμών повышение цен ἡ ὕψωση τῶν τιμών снижение цен ἡ μείωση τών τιμών падать в \цеиае́ φτηναίνω, πέφτει ἡ τιμή μου· повышаться в \цеиае ἀκριβαίνω, Ανεβαίνει ἡ τιμή μου· набивать \цеиау разг ἀνεβάζω τήν τιμή· взвинчивать цены (παραφουσκώνω τίς τιμές· по сходной \цеиае́ σέ συ-γκαταβατική τιμή· любой \цеиаой μέ ὁποιοδήποτε μέσον, πάση θυσία· \цеиао́й жизни μέ τή ζωή (μου)· этот товар в \цеиае τό ἐμπόρευμα στοιχίζει ἀκριβά· этому \цеиаы нет εἶναι ἀνεκτίμητο· этому грош \цеиа δέν ἀξίζει πεντάρα· ◊ набивать себе

    Русско-новогреческий словарь > цеиа

  • 13 щадить

    щадить
    несов λυπάμαι, λυπούμαι, φείδομαι:
    \щадить чье-л. самолюбие δέν θίγω τή φιλοτιμία κάποιου· не \щадить своей жизни δέν λυπάμαι τή ζωή μου· не \щадить себя θυσιάζομαι, γίνομαι θυσία.

    Русско-новогреческий словарь > щадить

  • 14 жертва

    [ζέρτβα] ουσ. θ. θυσία

    Русско-греческий новый словарь > жертва

  • 15 жертва

    [ζέρτβα] ουσ θ θυσία

    Русско-эллинский словарь > жертва

  • 16 достать

    -ану, -анешь, προστκ. -ань ρ.σ.
    1. φτάνω, σώνω, παίρνω, βγάζω•

    достать книгу с полки φτάνω το βιβλίο από το ράφι•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    достать бумагу из портфеля βγάζω το χαρτί από το χαρτοφύλακα.

    2. αγγίζω, θίγω, άπτομαι•

    достать рукой до потолки φτάνω με το χέρι ως την οροφή.

    3. εφοδιάζομαι, βρίσκω, εξεβρίσκω•

    достать материал для постройки βρίσκω οικοδομικό υλικό•

    достать билет в театре κατορθώνω να πάρω εισιτήριο για το θέατρο.

    4. (απρόσ.) φτάνει, αρκεί, επαρκεί•

    -нет ли вам на дорогу зтих денег θα σας φτάσουν άραγε για το δρόμο αυτά τα χρήματα.

    εκφρ.
    достать из-под земли; достать со дна морского – βρίσκω παντί σθένει, πάση θυσία, οπωσδήποτε• βρίσκω έστω και κάτω από τη γη, στα τρίσβαθα της θάλασσας.
    1. περιέρχομαι στην κυριότητα•

    дом -лся ему по наследству το σπίτι το κληρονόμησε, το έχει από κληρονομιά.

    || πέφτει στο μερτικό μου, λαχαίνει•

    ему -лся фотоаппарат του έπεσε (στο λαχνό) φωτογραφική μηχανή•

    ему -лся счэст-ливый номер του έπεσε τυχερός αριθμός (λαχνός).

    2. επιπλήττω, επιτιμώ, τιμωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > достать

  • 17 жертвоприношение

    ουδ.
    θυσία, προσφορά θυσίας. || θύμα.

    Большой русско-греческий словарь > жертвоприношение

  • 18 любой

    επ. (στα ελληνικά αποδίδεται με αόριστη αντωνυμία)• καθένας• όποιος, οποιοσδήποτε•

    любой из вас καθένας από σας•

    в любой час οποιαδήποτε ώρα•

    -ой ценой με κάθε θυσία•

    выбери себе -ую книгу διάλεξε όποιο βιβλίο θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > любой

  • 19 предать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. предал
    -ла, -ло; προστκ. предай, μτχ. παρλθ. χρ. предавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преданный, βρ: -дан, -а, κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. προδίνω• καταδίνω•

    он -ал своего друга αυτός πρόδοσε το φίλο του•

    они -ли интересы народа αυτοί πρόδοσαν τα συμφέροντα του λαού.

    2. παραδίνω•

    предать огню παραδίνω στη φωτιά•

    предать суду παραδίνω στο δικαστήριο•

    предать на жертву προσφέρω θυσία, θυσιάζω•

    предать казни στέλλω για εκτέλεση•

    предать проклятию καταριέμαι•

    предать смерти θανατώνω•

    дух παραδίνω το πνεύμα (πεθαίνω)•

    предать земле ενταφιάζω, θάβω•

    предать огню и мечу καταστρέφω με τη φωτιά και το σίδερο.

    1. παλ. παραδίνομαι•

    предать врагу παραδίνομαι στον εχθρό.

    2. αποδίνομαι, το ρίχνω σε•

    предать удовольствиям το ρίχνω στις απολαύσεις•

    предать музыке αφοσιώνομαι στη μουσική•

    предать мышлениям βυθίζομαι σε σκέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > предать

  • 20 распинаться

    ρ.δ. κόβομαι, γίνομαι θυσία-καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες.

    Большой русско-греческий словарь > распинаться

См. также в других словарях:

  • θυσία — θυσίᾱ , θυσία burnt offering fem nom/voc/acc dual θυσίᾱ , θυσία burnt offering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσία — η 1. προσφορά σε θεότητα: Αναίμακτη θυσία. – Ευχαριστήρια θυσία. – Θυσία ανθρώπων. – Προσφέρω θυσία. 2. στέρηση αγαθού για χάρη κάποιου σκοπού: Υποβλήθηκε σε πολλές θυσίες για να σπουδάσει το γιο του. – Έγινε θυσία για να μας περιποιηθεί. – Είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • θυσίᾳ — θυσίαι , θυσία burnt offering fem nom/voc pl θυσίᾱͅ , θυσία burnt offering fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυσία του Αβραάμ — Ποιητικό θρησκευτικό δράμα –ένα από τα πλέον αξιόλογα έργα της κρητικής λογοτεχνίας– που αποδίδεται στον Βιτσέντζο Κορνάρο. Γράφτηκε πιθανότατα το 1635, σύμφωνα με γραπτή πληροφορία χειρογράφου του Νανιανού Κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, και… …   Dictionary of Greek

  • θυσίας — θυσίᾱς , θυσία burnt offering fem acc pl θυσίᾱς , θυσία burnt offering fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσίαι — θυσία burnt offering fem nom/voc pl θυσίᾱͅ , θυσία burnt offering fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριβόλιο — Θυσία προς τιμήν της Κυβέλης Άττιδος κατά την αρχαιότητα. Είχε σχέση με το ταυροβόλιο, αλλά το θυσιαζόμενο ζώο στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ένα κριάρι. Η θυσία συμβόλιζε τη δυαδικότητα της θεάς Κυβέλης και του θεού Άττη …   Dictionary of Greek

  • θυσιάσας — θυσιά̱σᾱς , θυσιάζω sacrifice fut part act fem acc pl (doric) θυσιά̱σᾱς , θυσιάζω sacrifice fut part act fem gen sg (doric) θυσιάσᾱς , θυσιάζω sacrifice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσίαν — θυσίᾱν , θυσία burnt offering fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσιάσαι — θυσιά̱σᾱͅ , θυσιάζω sacrifice fut part act fem dat sg (doric) θυσιάζω sacrifice aor inf act θυσιάσαῑ , θυσιάζω sacrifice aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»